ποδαράτος

ποδαράτος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που γίνεται με τα πόδια
2. αυτός που γίνεται στο πόδι, όρθια
3. μτφ. πρόχειρος.
επίρρ...
ποδαράτα Ν
1. με τα πόδια
2. στο πόδι, όρθια
3. μτφ. πρόχειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. -άτος (πρβλ. δροσ-άτος, μελ-άτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποδαράτος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται με τα πόδια ή στο πόδι, στα όρθια: Ήπιαμε ένα ούζο ποδαράτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιτσοπαδαράτος — μιτσοπαδαράτος, η, ον (Μ) αυτός που έχει μικρά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιτσός + ποδαράτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”